- επικοπή
- ἐπικοπή, ἡ (Α) [επικόπτω]1. κόψιμο, αποκοπή2. (ειδ.) κλάδεμα δέντρων3. χτύπημα για να αποκόψει κανείς κάτι4. κόψιμο δέντρων, υλοτομία5. (για πέτρες οικοδομής) η πελεκημένη πλευρά6. εμπόδιο, κώλυμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικοπῇ — ἐπικόπτω strike upon aor subj pass 3rd sg ἐπικοπή cutting fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοπῆς — ἐπικοπή cutting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοπήν — ἐπικοπή cutting fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικοπάς — land fem nom sg ἐπικοπά̱ς , ἐπικοπή cutting fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)